Η Μανέστρα Φασονούλα Σαλώμη και το κεφάλι του Ντοκομένιο Μπαξέ

Μετά από το πέρασμα μηνών χωρίς ανταποκρίσεις, επιστροφή στο 26 μ.Μ. (μήνες με Μαρέβα). Το χωριό των ανυπότακτων υστερικών συνεχίζει να αντιστέκεται στην εξέλιξη των ειδών, στα τσιπάκια του Γκέιτζ και την δημοκρατία.

Μεσάνυχτα και κάτι, το βαρύ ρολόι του δημαρχιακού μεγάρου βαράει αλύπητα τα δευτερόλεπτα όταν κομψή, κάτι σαν γυναικεία μορφή, ντυμένη στα αραχνοΰφαντα, αρχίζει να σουλατσάρει δήθεν χορεύοντας στη μεγάλη σάλα μπροστά από το γραφείο του δημάρχου Κούλη Γαλοπουλάκη.

«Λουκά, βγήκαν τα φαντάσματα,» ψιθυρίζει ο δήμαρχος Γαλοπουλάκης στον πιστό του Πίπη Παπαγαλάκι που κρύβεται μαζί του κάτω από το ξύλινο σε στιλ Λουδοβίκου IV γραφείο του.
«ΔημαρχιΚούλη μου δεν είναι φάντασμα, η Μανέστρα Φασονούλα είναι ντυμένη Σαλώμη.»
«Κάνει πρόβες για την Ακρόπολη της Σανέλ πάλι;»
«Σύνερθε αρχοντιΚούλη μου, τι δουλειά έχει η Σαλώμη με την Σανέλ;»
«Γιατί είχε καμιά δουλειά η Σανέλ με την Ακρόπολη;» Απαντάει εκνευρισμένος ο Δήμαρχος Γαλοπουλάκης.
«Είναι θέμα κομψότητας κι αυτό μόνο η πανδοξοτάτη Μανέστρα Φασονούλα καταλαβαίνει.» Ανταπαντά πικαρισμένος ο Πίπης.

Και πάνω που ήταν έτοιμος να του πει κάτι για την Αγάπη Βαρδινογιάννη ο Δήμαρχος, να την πετιέται από ‘ξαρχής η Μανέστρα τυλιγμένη σε σεντόνια διάφανα και μια μαξιλαροθήκη για μαντήλα στο κεφάλι.

«Δεύρο έξω από Κούλη, μη σε πάρει και σε σηκώσει καμιά πειραγμένη δημοσκόπηση.»
«Ότι πεις αρχοντο-Γαλοπούλα μου,» απαντάει απνευστί ο Δήμαρχος Γαλοπουλάκης και σιγά σιγά έρπει έξω από το γραφείο του με τον Πίπη στη θέση που τόσο καλά αναγνωρίζει, αγναντεύοντας τα οπίσθια του Δημάρχου.
«Κούλη, είσαι δήμαρχος ή δεν είσαι;»
«Είμαι!» Τολμά να ψελλίσει ο Δήμαρχος ενώ πίσω από τα οπίσθια του ο Πίπης συμπληρώνει, «ΑρχοντοΚούλης, δημαρχοΚούλης, αρχόντισσά μας.»
«Κούλη, θέλω το κεφάλι του Ντοκομένιο Μπαξέ στο φούρνο σε πιατέλα με πατάτες.»
«Μήπως το κάναμε καλύτερα στη κατσαρόλα με μπάμιες και κόκκινη σάλτσα;»
«Όχι, εγώ το θέλω κεφαλάκι στο φούρνο.» Απαντάει ξερά η Μανέστρα Φασονούλα.
«Οι πατάτες με ρίγανη και λαδολέμονο;» Πετάγεται ο Πίπης αλλά πολύ αργά, η Μανέστρα Φασονούλα είχε ήδη βγει χορεύοντας από το γραφείο.

«Αμάν Πίπη, χαθήκαμε.» Ψελλίζει έντρομος ο Δήμαρχος Γαλοπουλάκης αφού σιγουρεύεται ότι η Μανέστρα Φασονούλα έχει φύγει. «Τι θα κάνουμε τώρα;»
«Να πάρω τηλέφωνο τον Καρβουνοχοΐδη να τον συλλάβει;»
«Άσε. Τον αναδόμησα. Ο Πέτσας Γιαουρτιού είναι ακόμα στη θέση του;»
«Μια στιγμή να το κοιτάξω αρχοντιΚούλη μου.»
«Δεν τον αναδόμησα με τον Μπογδ Γυμνοσαλίγκαρο;»
«Όχι ακόμα ΔημαρχιΚούλη μου. Αλήθεια τον Μπογδ Γυμνοσαλίγκαρο για το μετανάστευσης δεν τον προορίζεις;»
«Σκεφτόμουν και το παιδείας!»
«Στα νηπιαγωγεία;»
«Ότι μπορεί να φτάσει ο καθένας. Θέμα ύψους …ηθικού απ΄ ότι καταλαβαίνεις.»
«ΑφεντιΚούλη, ο Πέτσας Γιαουρτιού ακόμα στη θέση του είναι.»
«Ωραία, παρ τον τηλέφωνο και πες του να κάνει μια καινούργια λίστα, λίστα Σανέλ, και να δώσει όλα τα αργύρια στον Θρήνος ΧοντροNoorης και τον Στυλογραφικό Οχετό Μαριδάκι.»
«Στον ΣκάΤι, τίποτα;»
«Καλά, να δώσει και μερικά ψίχουλα στον ΣκάΤι.»

«Και γιατί να τους δώσει τα αργύρια αφεντιΚούλη μου;»
«Και ποιος άλλος νομίζεις ότι μπορεί να μου φέρει το κεφάλι του Ντοκομένιο Μπαξέ, κωλογλειφτάκι παπαγαλάκι μου;»

Σχολιάστε