Αγάπη μου Μανέστρα, σε ακούει ο τάρανδος σου.

Καντέμικο έτος 31 μ.μ.Μ. (μήνες με Μαρέβα), και στο χωριό των ανυπότακτων υστερικών που συνεχίζει να αντιστέκεται πάντα στην εξέλιξη των ειδών και την δημοκρατία, χωρίς χαρτί υγείας από την ακρίβεια και την αφραγκία και με σοβαρή απορία: Πού κάθονταν τα χελιδόνια πριν την εφεύρεση του τηλεφώνου;

Στο δημοτικό μέγαρο μαύρο σκοτάδι, στην υπόγα μαγειρεύουν ομάδες αληθειες κάποιοι κακομούτσουνοι κένταυροι και στη σοφίτα ο Δήμαρχος Κούλης Γαλοπουλάκης φορώντας ακουστικά χρώματος σκούρο γκρι με ασημένιες γραμμές ακούει μουρμουρίζοντας και κουνώντας το κεφάλι του ψυχοπαθητικά. Πίσω απο την μισάνοιχτη πόρτα και καλά κριμένος, κρυφακούει ο Πίπης το παπαγαλάκι.

“Ρε Πίπη, τι κάνεις εδώ;”
“Σσσους Άδη, ακούω τον πολυχρονεμένο μας δήμαρχο να τραγουδάει.”
“Ο Κούλης Γαλοπουλάκης τραγουδάει; Και τι τραγουδάει ο δημαρχιΚούλης μας, Πίπη;”
“Τάκα τάκα τάκα τα – τάκα τάκα τάκα τα, καρδιά μου πως χτυπάς.”
“Έμαθε επιτέλους την αλήθεια για τον Τερη Χρυσό;”
“Μα τι λες τώρα; Ακούει τη Μανέστρα Φασονούλα που μιλάει με φίλη της.”
“Ρε τον κερατά, το έμαθε κι αυτό;”
“Ο λατρεμενούλης δημαρχιΚούλης μας, ο Κούλης Γαλοπουλάκης, ο και Μωυσής ή ο ‘τι γκόμενος είσαι εσύ καλέ’, τα ξέρει όλα και τα ακούει όλα, Άδη.”

Σχολιάστε